νισαντήρι

νισαντήρι
το
βλ. νισαντίρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νισαντίρι — και νισαντήρι, το κοινή ονομασία τού χλωριούχου αμμωνίου και ιδίως τού συμπαγούς τεμαχίου του, το οποίο χρησιμοποιείται από τους λευκοσιδηρουργούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișadir] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”